- τύφος
- ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Ανεοελλ.1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά.2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων λοιμωδών ζωονόσων3. φρ. «εξανθηματικός τύφος»ιατρ. λοιμώδες νόσημα τοποθετούμενο στο πλαίσιο τών ρικεττσιώσεων, τού οποίου υπάρχουν δύο μορφές, ο επιδημικός και ο ενδημικόςμσν.-αρχ.υπερβολική αλαζονεία, έπαρση, κομπορρημοσύνηαρχ.1. ζόφος, σκοτάδι2. (γενικά) ανοησία, μωρία3. νάρκη και λήθαργος από πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυφ- τού ρ. τύφω, -ομαι «περιβάλλω με καπνό». Για τη σημ. εξέλιξη της λ. βλ. λ. τύφω].
Dictionary of Greek. 2013.